- πέπλῳ
- πέπλοςany woven clothmasc dat sgπεπλοςwith a single solemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέπλωι — πέπλῳ , πέπλος any woven cloth masc dat sg πέπλῳ , πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
κελαινιώ — κελαινιῶ, άω (Α) είμαι μαύρος, μαυρίζω («κελαινιόωντι πέπλῳ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ιάω, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek